18 Σεπτεμβρίου 2010

Άδεια τσιγάρα



Τύλιξε το κασκόλ γύρω απ' το λαιμό της. Κούμπωσε το χοντρό πανωφόρι. Φόρεσε τα γάντια - μισά, χωρίς δάχτυλα - και άνοιξε την πόρτα. Το κρύο της πάγωσε το πρόσωπο με μιας. "Ατέλειωτος φέτος ο χειμώνας", σκέφτηκε. Γκρίζος. Δυο μήνες τώρα ένας γκρίζος ουρανός. Ούτε πρωί, ούτε μεσημέρι, ούτε απόγευμα. Ούτε μια αχτίδα ήλιου. Μόνο σούρουπο και νύχτα. Νύχτα και σούρουπο. Δε την ενοχλούσε ιδιαίτερα. Καλύτερα έτσι. Της έμοιαζε.

Μπήκε στο αυτοκίνητο, το σαραβαλιασμένο 20άχρονο, που αρνούνταν πεισματικά να το αφήσει και να την αφήσει. Τι κι αν δεν είχε κλιματισμό, δερμάτινα καθίσματα, ABS, GPS. Τι κι αν λειτουργούσαν μόνο τα απαραίτητα και σίγουρα όχι πάντα το καλοριφέρ. Το λάτρευε. Το κάθισμα είχε το αποτύπωμα του κορμιού της.

Κατηφόρισαν μαζί για το ποτάμι. Ποτάμι; Δε το έλεγες. Ένας ξεροπόταμος ήταν που κατέβαζε τέτοια εποχή λίγο νερό. Τώρα ήταν στα καλύτερά  του. Φουσκωμένος και θυμωμένος τις περισσότερες μέρες. Όπως τον ήθελε. Να τον ακούει να μιλάει. Να τον βλέπει να
χτυπιέται.

Σταμάτησε λίγα μέτρα πριν την όχθη, εκεί στο τέλος του δρόμου. "Κανείς και σήμερα, ευτυχώς." Καιρό τώρα, δεν άντεχε την πολυκοσμία. Την κούραζε. Μόνο τα απαραίτητα, τα τυπικά. Πως άλλαξε έτσι; Πως έκλεισε πόρτες και χαραμάδες γύρω της; Γιατί ηδονιζόταν με την απόλυτη ησυχία; Γιατί έψαχνε σιωπές;

Κατέβηκε με προσοχή και έφτασε εκεί, σε εκείνο το σημείο που καθόταν πάντα. Της φαινόταν πως κι αυτό είχε το αποτύπωμά της. Δικό της. Έβγαλε τα Camel απ' την τσέπη και άναψε ένα. Είκοσι χρόνια το ίδιο τσιγάρο. Άρχισε να καπνίζει όταν αγόρασε το αυτοκίνητο. Για μαγκιά. Για να μην την λένε οι άλλοι "φυτό". Δεν ήταν "φυτό", λάθος έκαναν. Όλοι. Απλά, μια ζωή ήταν μια υπάκουη κόρη,  επιμελής μαθήτρια και φοιτήτρια, συνεπής υπάλληλος, καλή σύζυγος, άριστη μητέρα. Άνοστη, άχρωμη και άοσμη, δηλαδή. Νόμιζε...και νόμιζαν. 

Κοιτούσε αφηρημένα το νερό. Περνούσαν από μπροστά της δαχτυλίδια καπνού μαζί με όλα τα "παλιά". Κάθε φορά οι ίδιες παλιές σκέψεις. Οι ίδιες παλιές αναμνήσεις. Tο μόνο που ήθελε, το μόνο που ζητούσε, ήταν να αδειάσει. Απ' όλα. Ν' ανοίξει το κεφάλι της στα δύο, να πετάξει ότι υπήρχε μέσα. Να αδειάσει.
Το κατάφερνε. Κάποιες φορές. Για ένα δεκάλεπτο. Όσο κρατάει ένα Camel.

Γι' αυτό πήγαινε εκεί...για τα δέκα λεπτά ενός "άδειου" τσιγάρου ανάμεσα στα υπόλοιπα πέντε-έξη γεμάτα με παλιαντζούρες.
Για τα δέκα λεπτά ενός άδειου μυαλού.

4 σχόλια:

Παύλος Ναθαναήλ είπε...

Το δικαιούται όποιος έχει αμέτρητα γήινα κι αναπάντητα ερωτηματικά! Έτσι Μυρτώ;
Ένα τραγούδι που ακούω ανελιπώς από την εφηβεία μου,
μιλάει γι΄αυτό το ποτάμι ...

Στο αφιερώνω μωρό μου!

http://www.youtube.com/watch?v=4KP9PNSUME4

Mυρτώ A. είπε...

@My Fetus

Κάποια στιγμή θα γράψω (πάλι) εκείνα τα "γιατί"...

"I was feeling like a stranger in a strange land...

You can find me somewhere down the crazy river..."

Καλημέρα
:* και :)

Ανώνυμος είπε...

"Πως άλλαξε έτσι; Πως έκλεισε πόρτες και χαραμάδες γύρω της;"

που να σας εξηγώ τώρα..

θα αλλάξω μαρκα μηπως και πετυχω αυτα τα δεκα λεπτα.

Mυρτώ A. είπε...

@Holly

Σας εύχομαι ολόψυχα να βρείτε το "άδειο" δεκάλεπτο...

Καλημέρα :)